γνώμη

γνώμη
η (AM γνώμη)
1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)
2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού 'κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην
σύμφωνα με την επιθυμία του»)
3. απόφαση, γνωμοδότηση
(«η γνώμη τοῡ δικαστηρίου, ή τοῡ δικαστοῡ γνώμη»)
4. το φρόνημα, το ήθος, ο χαρακτήρας κάποιου (α. «τα χαρίσματα τής καλής σου γνώμης», β. «ὅστις γνώμη μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή συνείδηση
παροιμ., ο «λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του ούτε τη γνώμη τ' άλλαξε ούτε την κεφαλή του»)
5. ψυχική διάθεση
6. συμβουλή («με τη γνώμη τού πατέρα», «Θεμιστοκλέους γνώμη»)
7. γνωμικό («συλλογή γνωμών»)
αρχ.
1. χαρακτηριστικό γνώρισμα
2. σκοπός, επιδίωξη (οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν ξέρω με ποια επιδίωξη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ). γνω- τού ρ. γιγνώσκω*. Η λ. γνώμη δήλωνε αφενός μεν το μέσο με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει κάποιος γνώση σ' ένα αντικείμενο, άρα το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού, και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. γνώσις*, αφετέρου δε ό,τι κάποιος πιστεύει και αποφαίνεται, την κρίση του, τη σκέψη, την ιδέα του, καθώς και τη θέληση, επιθυμία, διάθεση ή κλίση του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γνώμη — means of knowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμῃ — γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμη — η 1. κρίση, άποψη, αντίληψη: Πες μου τη γνώμη σου για την υπόθεση αυτή. 2. φρ., «κοινή γνώμη», η γνώμη που διαμορφώνει ο λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοινή γνώμη — Σύγχρονος όρος, που πέρασε από την κοινωνιολογική ορολογία στην καθημερινή χρήση, για να χαρακτηρίσει την ομαδική συμμετοχή μιας κοινότητας (έθνους, πόλης) στα διεθνή γεγονότα, στα μεγάλα συμβάντα της επικαιρότητας, στις μεταβολές των ηθών και… …   Dictionary of Greek

  • ГНОМИЧЕСКАЯ ПОЭЗИЯ —    • Γνώμη.          Г. поэзия в первобытной своей силе и свежести произведение эллинской жизни. В народе, у которого таким блестящим образом мысль и ее выражение соединялись в одно целое, непременно должно было высоко цениться меткое и… …   Реальный словарь классических древностей

  • γνωμίζω — [γνώμη] 1. γνωμιάζω 2. σχηματίζω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • γνώμηι — γνώμῃ , γνώμη means of knowing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμέων — γνώμη means of knowing fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμῶν — γνώμη means of knowing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”